- κυαμοφαγια
- κυαμοφαγίακυᾰμο-φᾰγίαἥ поедание бобов, бобовое питание Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυαμοφαγία — κυαμοφαγία, ἡ (Α) το να τρώγει κανείς κυάμους, να τρέφεται με κουκιά («ἄσιτος πόρρω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + φαγία (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] … Dictionary of Greek
κυαμοφαγίαν — κυαμοφαγίᾱν , κυαμοφαγία eating of beans fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek